δαιμονικῇ

δαιμονικῇ
δαιμονικός
possessed by a demon
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δαιμονική — δαιμονικός possessed by a demon fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… …   Dictionary of Greek

  • δαιμονοκρατία — η η δαιμονική εξουσία, η επικράτηση τού δαίμονα ή των δαιμόνων γενικά στον κόσμο …   Dictionary of Greek

  • δαιμονοπάθεια — η (Μ δαιμονοπάθεια) νόσος που προέρχεται από δαιμονική επήρεια νεοελλ. φρενοπάθεια κατά την οποία ο ασθενής νομίζει ότι κατέχεται από δαίμονα …   Dictionary of Greek

  • δαιμονοποιός — δαιμονοποιός, ά, όν (Μ) όποιος προξενεί δαιμονική κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • δαιμόνιος — α, ο (AM δαιμόνιος, α, ον, Α και δαιμόνιος, η, ον και δαιμόνιος, ον) [δαίμων] Ι. αυτός που προέρχεται από δαίμονα ή ανήκει σε δαίμονα (αρχ. νεοελλ.) έξοχος, υπέροχος αρχ. μσν. υπερφυσικός, θεϊκός αρχ. (στην επική γλώσσα) η κλητ. δαιμόνιε,… …   Dictionary of Greek

  • θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… …   Dictionary of Greek

  • λαγονεύω — και λαονεύω 1. κυνηγώ λαγούς 2. μτφ. καταδιώκω, κυνηγώ 3. φρ. «μέ λαγονεύει ο τρισκατάρατος» λέγεται από αυτούς που αποδίδουν τις συνεχείς ατυχίες τους σε δαιμονική επήρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + κατάλ. εύω (για την ανάπτυξη τού ενδοφωνηεντικού ν …   Dictionary of Greek

  • νεραϊδόπαρμα — το [νεραϊδοπαίρνω] (λαογρ.) τρέλα που οφείλεται στη δαιμονική επίδραση νεράιδας …   Dictionary of Greek

  • νημάτωμα — το (λαογρ.) περιτύλιξη κτηρίου, ναού ή άλλου χώρου με νήμα, το οποίο θεωρείται ότι έχει τη δύναμη να διώχνει δαιμονική ή άλλου είδους κακή επίδραση από τους κατοίκους τής γύρω περιοχής και τούς προφυλάσσει από επιδημίες και άλλα κακά, αλλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”